κελί

κελί
cellule

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κελί — το (λ. λατ.), δωμάτιο, θάλαμος: Ο καλόγερος ζει στο κελί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κέλι, Γκρέις — (Grace Kelly, Φιλαδέλφεια 1928 – 1982). Αμερικανίδα ηθοποιός. Σπούδασε στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε την καριέρα της ως μοντέλο και αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο. Το 1951 έπαιξε στην ταινία 14 ώρες, ενώ έναν χρόνο αργότερα ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό …   Dictionary of Greek

  • Κέλι, Τζιν — (Gene Kelly, 1912 – 1996). Αμερικανός ηθοποιός, χορευτής, σκηνοθέτης και χορογράφος. Υπήρξε για πολλά χρόνια –και κυρίως στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950– συνώνυμο του εμπορικού χορευτή του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε οικονομικά στο… …   Dictionary of Greek

  • κελί — το βλ. κελλί …   Dictionary of Greek

  • Κέλι, Γουίλιαμ — (William Kelly, Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1811 – Λούισβιλ 1888). Αμερικανός τεχνικός και εφευρέτης. Ιδιοκτήτης ενός ορυχείου, επινόησε μηχάνημα για την καλύτερη εξόρυξη του μετάλλου (1857). Η χρησιμοποίηση του μηχανήματος σε ευρεία κλίμακα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… …   Wikipedia

  • Greek Military Police — The Greek Military Police (Greek: Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ), generally known in English by the acronym ESA ( Ellinikí Stratiotikí Astinomía ) was the main security (secret police) and intelligence organisation during the Greek military …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”